- εθελόδουλος
- -ο (AM ἐθελόδουλος, -ον)ο εκούσιος δούλος, αυτός που ανέχεται τη δουλεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐθελόδουλος — serving voluntarily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελόδουλος — η, ο ο θεληματικά δούλος, που υποτάσσεται εκούσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐθελοδούλως — ἐθελόδουλος serving voluntarily adverbial ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελόδουλον — ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem acc sg ἐθελόδουλος serving voluntarily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοδούλους — ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοδούλων — ἐθελόδουλος serving voluntarily masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek